- παραρρητός
- -ή, -όν, Α1. (για πρόσ.) αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να συγκινήσει με λόγια2. εκκλ. αυτός στον οποίο προσεύχεται κανείς, αυτός τον οποίο κάποιος λατρεύει3. (για λόγια) συμβουλευτικός, παραινετικός, προτρεπτικός4. παρηγορητικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ῥητός].
Dictionary of Greek. 2013.