παραρρητός

παραρρητός
-ή, -όν, Α
1. (για πρόσ.) αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να συγκινήσει με λόγια
2. εκκλ. αυτός στον οποίο προσεύχεται κανείς, αυτός τον οποίο κάποιος λατρεύει
3. (για λόγια) συμβουλευτικός, παραινετικός, προτρεπτικός
4. παρηγορητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ῥητός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παραρρητός — that may be moved by words masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραρρητοῖς — παραρρητός that may be moved by words masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραρρητοῖσι — παραρρητός that may be moved by words masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραρρητοῖσιν — παραρρητός that may be moved by words masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραρρητοί — παραρρητός that may be moved by words masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραρρητούς — παραρρητός that may be moved by words masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράρρητοι — παραρρητός that may be moved by words masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”